- απροσγείωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν προσγειώθηκε: Το αεροπλάνο ήταν ακόμη απροσγείωτο.2. αυτός που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα, ονειροπόλος: Είναι ακόμη απροσγείωτος, γι' αυτό μιλά έτσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.