απροσγείωτος

απροσγείωτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν προσγειώθηκε: Το αεροπλάνο ήταν ακόμη απροσγείωτο.
2. αυτός που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα, ονειροπόλος: Είναι ακόμη απροσγείωτος, γι' αυτό μιλά έτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απροσγείωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προσγειωθεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που αεροβατεί, ονειροπόλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”